Παθητικο-επιθετικές συμπεριφορές
Η Μάρω είχε την φήμη του δύστροπου ανθρώπου στο σχολείο όπου εργαζόταν.
Οταν άκουγε τον Δ/ντη της να δίνει συγχαρητήρια σε κάποιον συνάδελφό της, αυτή ένιωθε άσχημα. Κάποιος θα έλεγα ότι ζήλευε. Αλλά και όταν εξέφραζε μια γνώμη που δεν γινόνταν δεκτή μετά συμπεριφερόταν «εκδικητικά» με ένα παθητικο-επιθετικό τρόπο: εξέφραζε τον θυμό της με έμμεσους τρόπους, όπως αγνοούσε τα αιτήματα και τα e-mail των συναδέλφων, και «σαμπόταρε» υπόγεια τις συνεργασίες της με τρόπο που ενώ κανείς δεν μπορούσε να την κατηγορήσει, ένιωθε ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτή τη συνεργασία.
Οταν αποφάσισε να κάνει κάτι για τον εαυτό της, είδε ότι αυτόματες σκέψεις του τύπου «Κανείς δεν με σέβεται», «Είναι όλοι τους τόσο άσχετοι», ήταν απόρροια του τρόπου να προστατέψει τη αυτοεκτίμησή της, εγκαθιδρύοντας και τηρώντας απαρέγκλητα έναν κανόνα: «Αν δεν προστατεύω τον εαυτό μου, θα με πιάνουν κορόϊδο». Συνειδητοποίησε ότι φέρονταν σαν οργισμένη έφηβη (χτυπώντας την πόρτα, φωνάζοντας και κλειδαμπαρόνοντας τον εαυτό της στο δωμάτιό της κρατώντας μούτρα).
Η Μάρω επισκέφθηκε έναν ψυχολόγο Γνωσιοσυμπεριφοριστικής κατεύθυνσης και μαζί εντόπισαν και αντιμετώπισαν μερικές από τις πυρηνικές της πεποιθήσεις που την έκαναν να συμπεριφέρεται με τρόπο που είδε ότι της προκαλούσαν περισσότερους μπελάδες παρά οφέλη. Αποφάσισε να μην παίρνει τα πράγματα τόσο προσωπικά και ότι αν και δεν συμφωνεί, ο κόσμος δεν είναι δίκαιος και ότι θα πρέπει να ζήσει με αυτή την παραδοχή. Από τη στιγμή που αποφάσισε να φέρεται ως υγιής ενήλικας, διεκδικώντας αυτό που της αναλογούσε με ένα τρόπο που αφενός σεβόταν τον εαυτό της αλλά και τους άλλους, εκφράζοντας τις σκέψεις της και επικοινωνόντας τα συναισθήματά της, είδε ότι βελτιώθηκε η επικοινωνία με τους συναδέλφους της, οι απόψεις της γίνονταν σεβαστές και γενικά απολάμβανε μια καλύτερη ποιότητα ζωής.